Συνεντεύξεις για την Παιδική Εργασία
Ονοματεπώνυμο: Βασιλεία Ρούσσου του Αντωνίου, σύζ. Νικολάου Ρηγούτσου
Ημ/νία γέννησης: 5.2.1953, Σύρος
Πατέρας: Ρούσσος Αντώνης του Δημητρίου (Άνω Σύρος), εργάτης σε κλωστήριο
Μητέρα: Οικονομίδου Δέσποινα του Βασιλείου (Κων/πολη – Μεγαλομανάβης), εργάτρια σε κλωστήριο
«Είμαστε 3 κορίτσια, εγώ είμαι η μεσαία. Η κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδελφή μου, λόγω οικονομικών δυσκολιών, πηγαίνει σχολείο στην Αθήνα, στις Καθολικές καλόγριες (ίσως την προωθούν για καλόγρια) και είναι εσώκλειστη σε ίδρυμά τους. Είναι πολύ καλή μαθήτρια. Εγώ επίσης είμαι πολύ καλή και πηγαίνω μαζί με τη μικρότερη αδελφή μου στο ιδιωτικό σχολείο καλογραιών στη Σύρο. Σ’ αυτό φοιτούν μόνο Καθολικά κορίτσια, άλλα εύπορα που μπορούν να πληρώνουν και άλλα που δεν πληρώνουν (λόγω δόγματος). Επίσης φοιτούν και καθολικά κορίτσια από άλλα νησιά, πού ή είναι ορφανά (κατά βάσιν θεωρείται ορφανοτροφείο) ή από πολυμελείς οικογένειες, καθολικές πάντα, χωρίς πόρους διαβίωσης και μένουν μέσα. Εμείς πηγαίναμε εκεί γιατί θεωρείτο καλό σχολείο, το σόι του πατέρα μας καθολικό, ο δε παππούς μανάβης, πλήρωνε σε είδος, τροφοδοτώντας το ίδρυμα με φρούτα και λαχανικά.
Κατά καιρούς άκουγα στο σπίτι: «Να τελειώσεις το Δημοτικό, να βοηθήσεις οικονομικά»…
Στο τέλος της ΣΤ΄ τάξης ο πατέρας αποφάσισε να σταματήσω. Δούλευε πια μόνος στο εργοστάσιο γιατί η μάνα μας είχε σταματήσει τη δουλειά έξω (πότε πότε τη θυμάμαι να πλένει ρούχα σε ξένα σπίτια – εγώ έπαιζα με τις σαπουνάδες-), μέναμε σε δανεικό σπίτι κάποιας θείας και έπρεπε να συνεισφέρω στο δάνειο που θα παίρναμε για να χτίσουμε καινούργιο.
Η Γαλλίδα τελευταία δασκάλα μου επέμενε να πάω Γυμνάσιο, μιας και οι επιδόσεις μου ήταν πολύ καλές. Ο πατέρας ανένδοτος: «Πρέπει να βοηθήσεις, δεν τα βγάζω πέρα..»
Η δασκάλα πρότεινε ακόμα και να μου βάλει στο απολυτήριο 9 και όχι Άριστα που άξιζα, για να συνεχίσω στο Γυμνάσιο ,χωρίς να έχουν πολλές απαιτήσεις από μένα οι καθηγητές και να μπορώ παράλληλα με κάποιο τρόπο να συνεισφέρω. Τελικά το σχολείο τελειώνει για μένα. Στενοχωρέθηκα, αλλά ήταν και κάτι αναμενόμενο μιας και ακουγόταν συχνά στο σπίτι, και εξάλλου ήταν φαινόμενο που συνέβαινε σε μεγάλο αριθμό οικογενειών.
Έτσι το καλοκαίρι του 1966 , με παίρνουν στο λουκουματζίδικο του Συκουτρή και βοηθάω στο λουκούμι, μέχρι το Σεπτέμβρη που με προσλαμβάνουν σε βιβλιοπωλείο (Καλουτάς) και μένω 9 χρόνια, μέχρι τον Ιούλιο του 1975, που παντρεύομαι.
Σ΄ αυτό το διάστημα, μετακομίζουμε στην Άνω Σύρο. Μέχρι τότε μένουμε με τους συγγενείς της ορθόδοξης μητέρας (που δεν τη θέλουν οι καθολικοί συγγενείς της Άνω Σύρου) στη συνοικία Τρία Γεφύρια. Μια αυλή με συγγενείς και φίλους. Συνοικία προσφύγων. Κάθε μέρα παίζουμε, αδέλφια, ξαδέλφια, γειτονόπουλα. Οι μεγάλοι βγάζουν τα καλοκαιρινά βραδάκια καθίσματα στα καλντερίμια και στ’ αυτιά μου ηχούν ακόμα οι φωνές, τα κουτσομπολιά, τα γέλια, οι πόνοι… Φτώχεια, αλλά και ο ένας για τον άλλον…
Βγαίνει το δάνειο και αρχίζουμε να χτίζουμε. Με το μισθό μου βοηθάω πολύ.
Οι συνθήκες δουλειάς είναι καλές, το ίδιο και η ασφάλιση, τα δώρα.
Πολιτικά, όχι, δεν συζητάμε.
Από την Άνω Σύρο, κατεβαίνουμε με τα πόδια στην Ερμούπολη, 2-3 κορίτσια μαζί, από τη γειτονιά, καθώς και μια μεγάλη κυρία, εργαζόμαστε όλες σε μαγαζιά.
Το μεσημέρι πάλι ανεβαίνουμε παρέα, το απόγευμα ξανά και το βράδυ πίσω.
Κούραση; Όχι.
Τον ελεύθερο χρόνο μου μένω σπίτι, βοηθάω τη μητέρα, κέντημα… Κάποιες φορές μόνο μας επιτρέπεται να βγούμε μέχρι την αίθουσα της Καθολικής νεολαίας. Κανένα πάρτυ, με την παρουσία βέβαια των καθολ. Παπάδων και νωρίς στο σπίτι. Όταν παντρεύτηκα (ναυτικός ο σύζυγος), μετακομίσαμε στην Καλλιθέα, όπου μεγάλωσα μόνη τα 2 κορίτσια μου. Μετά τη συνταξιοδότηση του άντρα μου, ξαναγυρίσαμε στη Σύρο. Μένουμε στο Φοίνικα, ενώ οι γονείς μου στο σπίτι μας στην Άνω Σύρο.»
Βασιλεία Ρηγούτσου, Νοεμβριος 2008